- ρευματολογία
- η, Νιατρ. κλάδος τής παθολογίας που ασχολείται με τις ρευματικές παθήσεις και, κατ' επέκταση, με τις παθήσεις τών οστών, τών αρθρώσεων, τών νεύρων και τών μυών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatology < rheumatism (βλ. λ. ρευματισμός) + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.